- καλουμάρω
- ναυτ. αφήνω καλούμο*, χαλαρώνω το σχοινί ή την αλυσίδα, στο άκρο τών οποίων είναι δεμένη άγκυρα, λέμβος κ.ά., αφήνω την αλυσίδα τής άγκυρας να γλιστρήσει στη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calumare < ιταλ. caluma].
Dictionary of Greek. 2013.